- θυσίαι
- θυσίαburnt-offeringfem nom/voc plθυσίᾱͅ , θυσίαburnt-offeringfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θυσίᾳ — θυσίαι , θυσία burnt offering fem nom/voc pl θυσίᾱͅ , θυσία burnt offering fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εισιτήριος — ο (AM εἰσιτήριος, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην είσοδο, με τον οποίο παραχωρείται ή καθιερώνεται το δικαίωμα εισόδου (α. «εισιτήριοι εξετάσεις» εισαγωγικές εξετάσεις β. «εισιτήριος λόγος» εναρκτήριος λόγος γ. «εἰσιτήριοι θυσίαι»… … Dictionary of Greek
πολυκανής — ές, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που σκοτώνει, που σφάζει πολλούς 2. φρ. «θυσίαι πολυκανεῖς» θυσίες, κατά τις οποίες σφάζονται πολλά ζώα («θυσίαι πολυκανεῖς βοτῶν ποιονόμων», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κανής (< καίνω «σκοτώνω»), πρβλ. δορι… … Dictionary of Greek
Levidis family — Levidis ( el. Λεβίδης) is the name of a family of old Byzantine aristocratic origin, hailing from Constantinople (present day Istanbul) and with a distinguished role in the history of the Ottoman Empire, the Russian Empire, Wallachia, and modern… … Wikipedia
АКСОНЫ — • Άξονες, 4 угольные деревянные колонны, на которых были написаны законы Солона. Со времени Эфиалта они стояли на рынке и их можно было поворачивать на осях. По словам Аристотеля (Plut. Sol. 25), они назывались также κύρβεις; по… … Реальный словарь классических древностей
ATHYTA — sacrificia, quae ἄνευ θυσιῶν, i. e. sine victimis offerebantur Diis. Cael. Rhodig. l. 12. c. 1. Α᾿καπνόθυτα Luciano, quasi sine sumo, et proinde exigua, qualia sunt inopum, quibus non esset victimarum copia. At apud Philonem Iud. Vita Mosis, ubi… … Hofmann J. Lexicon universale
BOVICIDIA — apud Solin. c. 1. Suo quoque Numini idem Hercules instituit aram, quae maxima aupd Pontifices habetur, cum se ex Nicostrata Evandri matre immortalem comperisset fore: conseptum etiam, intra quod ritus sacrorum, sactis bovicidiis, docuit Potitios; … Hofmann J. Lexicon universale
αρεστήριος — ἀρεστήριος, α, ον (Α) ο ικετευτικός («ἀρεστήριοι θυσίαι» θυσίες που έχουν σκοπό να εξιλεώσουν κάποιον θεό). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρεστήρ < αρέσκω] … Dictionary of Greek
ευαρεστήριος — εὐαρεστήριος, ον (Α) [ευάρεστος] 1. εξευμενιστικός, εξιλαστήριος 2. φρ. «εὐαρεστήριοι θυσίαι» οι θυσίες που τελούνται προς ευαρέστηση τού θεού (Διον. Αλ.) … Dictionary of Greek
ευστέφανος — εὐστέφανος, ον (ΑΜ) (A και ἐϋστέφανος, ον ο στολισμένος ωραία με στεφάνι, ο καλά στεφανωμένος (α. «ἐϋστέφανοι θεῶν θυσίαι», Αριστοφ. β. «οὐρανὸν εὐστέφανον τοῑς ἄστρασι γενέσθαι», Κ. Μανασσ.) αρχ. 1. (ως επίθ. θεών, όπως τής Αρτέμιδος, τής… … Dictionary of Greek